πάνσμικρος

πάνσμικρος
πάνσμῑκρος , πάνσμῑκρος
very small
masc/fem nom sg
πάνσμικρος
very small
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάνσμικρος — ον, Α πάρα πολύ μικρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σμικρός] …   Dictionary of Greek

  • πάνσμικρον — πάνσμῑκρον , πάνσμῑκρος very small masc/fem acc sg πάνσμῑκρον , πάνσμῑκρος very small neut nom/voc/acc sg πάνσμικρος very small masc/fem acc sg πάνσμικρος very small neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πάνσμικρα — πάνσμῑκρα , πάνσμῑκρος very small neut nom/voc/acc pl πάνσμικρος very small neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”